Μίδας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε μαζί με τους Μακρόβιο, Αφροδίσιο, Bαλεριανό, Λεόντιο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. II Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας με τον οποίο συνδέονται διάφορες μυθικές παραδόσεις. Η πιο γνωστή… … Dictionary of Greek
έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… … Dictionary of Greek
αυτάρκεια — Στην οικονομία, πολιτική α. είναι η πολιτική μιας χώρας η οποία, παραιτούμενη από τα ωφελήματα των διεθνών ανταλλαγών, τείνει να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις εσωτερικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, με σκοπό να κάνει την οικονομία της ανεξάρτητη… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… … Dictionary of Greek
ευνόητος — η, ο (ΑΜ εὐνόητος) αυτός που τόν καταλαβαίνει κάποιος εύκολα, ευκολονόητος, προφανής («αυτό το κείμενο είναι ευνόητο») νεοελλ. φρ. «είναι ευνόητο» είναι φανερό, σαφές, μπορεί να τό ευνοήσει κάποιος εύκολα, δεν έχει ανάγκη επεξηγήσεως μσν. (για… … Dictionary of Greek